σκορποχώρι

σκορποχώρι
το :

γινόμαστε σκορποχώρι — разбегаться, расходиться, разбредаться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκορποχώρι" в других словарях:

  • σκορποχώρι — και σκροποχώρι, το, Ν 1. έλλειψη τάξης και οργάνωσης 2. (συν. φρ.) «έγιναν σκορποχώρι» μτφ. (για πλήθος προσ. ή ζώων) διαλύθηκαν, διασκορπίστηκαν εντελώς, εξαφανίστηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + χώρι (< χωρίον), πρβλ. κεφαλο χώρι] …   Dictionary of Greek

  • σκορποχώρι — το διάλυση: Αυτή η οικογένεια έγινε σκορποχώρι, διαλύθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκροποχώρι — το, Ν βλ. σκορποχώρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»